Σπίθα
Τα χρόνια που βαραίνουνε
τους ώμους δε μπορούνε
την φλόγα να τη σβήσουνε,
τα στήθια που κρατούνε.
Σαν σπίθα θα ξεπεταχτεί,
σαν αστραπή θ’ αστράψει,
κι ό,τι σαθρό κι ακάθαρτο,
σαν φρύγανα, θα κάψει!
Η σπίθα φλόγα θα γενεί,
σαν πυρκαγιά θα δράσει,
με πυρ το καθαρτήριο
νέα γενιά θα πλάσει.
Πατρίδα την ταλαίπωρη,
θα την παρηγορήσει,
και με νεότητας ορμή
θα την αναγεννήσει.
Ελλάδα, σε κατάντησαν,
σαν ξέφραγο τ’ αμπέλι,
παγκόσμιο περίγελο,
των δανειστών κοπέλι!
Υπομονή, σαν τον Χριστό,
σταυρό τον φορτωμένο,
θα κάμεις πολυδάκρυτη,
με φρόνημα πεσμένο.
Υπομονή, εγρήγορση,
θέλει πολλή και σκέψη,
θάρρος και δράση σύσσωμη,
ώσπου το φως να φέξει.
Ώσπου μια μέρα χαρωπή,
μέρα χαριτωμένη,
θ’ ακούσεις βάρδου τη φωνή,
την ξαναγεννημένη!
Καλεί, σαν εγερτήριο,
συστρατιώτες θέλει,
αγάλια-αγάλια γίνεται
κι η αγουρίδα μέλι.
Ο πόνος νέα δύναμη,
αισχύνη σου ελπίδα
θα ξαναγίνει κάποτε,
πολύπαθη Πατρίδα!
Περήφανος ένας λαός,
με ρόπαλο στο χέρι,
σαν Ηρακλής θα το δεχτεί,
των δανειστών τ’ ασκέρι!
Τους τοκογλύφους τους δειλούς,
τους τραπεζίτες όλους,
θα τους ξορκίσει, πονηρούς
της Κόλασης διαβόλους.
Αρματωμένοι Έλληνες,
με αρετής την δάδα,
φως πάλι θα σκορπίσουνε
και δόξα στην Ελλάδα!
Νέος ρυθμός στη μουσική
καρδιά θα ξεφυτρώσει,
όταν το δέντρο Λευτεριάς
θα δει να γιγαντώσει.
Θ’ ακούς καμπάνες να χτυπούν,
σαν Πασχαλιάς τη μέρα,
και μελωδίες μουσικές
θα φτάνουν στον αιθέρα.
Ο Χάρος τότε, σαν αρνί,
θα έρθει να τον πάρει,
κι όχι σαν άλλο Διγενή,
με το βαρύ κοντάρι!
Ο νους του, σαν περιστερά,
λεύτερος θα πετάξει,
κι από κορφή αλλοδαπή,
Ελλάδα θα κοιτάξει.
Χαρούμενη θα την ιδεί,
σαν γελαστή παρθένα,
οι δυο ψυχές ερωτικά
πάλι να γίνουν Ένα!
Χ. Κ. Ε.