Φίλοι Συνέλληνες,
Στα μηνύματα πολλών από εσάς κατά τα τελευταία δύο χρόνια,
διαγράφεται και διαφαίνεται ένας οξύς πόνος, αν δεν κάνω λάθος,
για την κατάσταση στην οποια έχει περιέλθει η ταλαίπωρη Πατρίδα.
Πόνος που πληγώνει περισσότερο τουςΈλληνες τηςΔιασποράς,
και τους κάνει να ντρέπονται να λένε σε ξένους φίλους ότι είναι Έλληνες!
Στα συνημμένα ποιήματα, "Δάκρυα" και "Θυσία," θα βρείτε ίσως όλοι εσείς
κάποια αισθητική ανακούφιση αυτού του πατριωτικού πόνου και νόστου.
Χρήστος Κ. Ευαγγελίου
(Ελλάδος γέννημα,
θρέμμα Διασποράς)
Δάκρυα
Δεν έχω λόγια να σας πω, δάκρυα να δακρύσω,
στεγνώσανε τα δάκρυα, σωθήκανε τα λόγια,
η πίκρα που μας πίκρανε, ξεχείλισε τον πόνο!
Πονάνε γέροντες πολύ, που φύγανε τα νειάτα,
πονάν οι νέοι πιο πολύ, που χάσαν τη φρεσκάδα,
και τα παιδιά δεν παίζουν πια τα παιδικά παιχνίδια.
Το χρέος γιγαντώθηκε, Γραικία παραδέρνει,
ο φόβος παραφούσκωσε, μάρανε την ελπίδα,
τα πάνω κάτω γίνανε, σα θάλασσας φουρτούνα!
Το πάθος παραμόρφωση δέχτηκε των Ελλήνων,
και δε γελούν, δε χαίρονται, μαραζωμένοι στέκουν,
σιωπηλά σε χαιρετούν και βιαστικά διαβαίνουν.
Το ποίημα που γράφεται, σαν μοιρολόγι μοιάζει,
μα μια φωνή δε βρίσκεται για να το τραγουδήσει,
τον πόνο να παρηγορεί, την πίκρα να γλυκάνει!
Ούτε χορός δε στήνεται, πλάτανος μόνος μένει,
όργανα πια δεν παίζουνε, τη νύφη δε στολίζουν,
πάνε κρυφά στην Εκκλησιά, τα στέφανα να βάλουν.
Το νέο που θα γεννηθεί στο χείλος της Αβύσσου,
για θα δειλιάσει, θα χαθεί προτού να ρίξει ρίζα,
γι’ ανδρειωμένος θα φανεί, νέα γενιά θα γίνει!
X. K. E