ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ
Υπαρκτή ιστορική προσωπικότητα, ή αντιστασιακός θρύλος ή τοτέμ,
(«επιτυχημένος» θρησκευτικός μαγικός χαρακτηρισμός πρωτογόνου ιστορικής περιόδου;)
Ως γνωστόν, ευρέως τότε -27η Απριλίου 1941- διεδόθη ότι ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, φρουρός τού Εθνικού Συμβόλου στήν Ακρόπολι, διετάχθη από Γερμανό υπαξιωματικό νά υποστείλη τήν Ελληνική Σημαία γιά νά μπή στήν θέσι της η γερμανική (Σβάστικα).
Ο Έλληνας φρουρός υπέστειλε τό Εθνικό σύμβολο, τό φίλησε, τυλίχθηκε μέ αυτό καί έπεσε στό κενό. Αυτοκτόνησε.
Ποία στοιχεία συνηγορούν υπέρ τού ανωτέρω ηρωικού γεγονότος;
1. Η δήλωσι τού επί κεφαλής τής Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (Δ.Ι.Σ.), ότι πράγματι εκ τών ιστορικών αρχείων, εμφαίνεται ότι «ο φρουρός στρατιώτης τής σημαίας ηυτοκτόνησεν περιβληθείς ταύτην».
2. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος, ο οποίος αρνήθηκε νά παραστή στήν υπδοχή τών Γερμανών στήν Αθήνα καί νά ορκίση τήν κυβέρνησι Κουϊσλιγκ Τσολάκογλου (Εύγε στόν πατριώτη Ιεράρχη), στά απομνημονεύματά του, αναφέρει επί λέξει: «Ο Έλλην φρουρός τής Ελληνικής σημαίας επί τής Ακροπόλεως, μή θελήσας νά παραστή μάρτυς τού θλιβερού θεάματος τής αναρτήσεως <εις τόν ιστόν> τής εχθρικής σημαίας, ώρμησεν εκ τής Ακροπόλεως κρημνισθείς καί εφονεύθη. Εκάθησα στό γραφείον μου περίλυπος μέχρι θανάτου καί δακρύων…».
3. Η εφημερίδα Daily-Mail δημοσίευσε τήν 9/6/1941, τήν κάτωθι δήλωσι: «Ο Κώστας Κουκίδης, Έλληνας στρατιώτης ο οποίος φρουρούσε τό εθνικό σύμβολο τών Ελλήνων πάνω στήν Ακρόπολι, τυλιγμένος μέ τήν Γαλανόλευκη, εφόρμησε στό κενό καί αυτοκτόνησε (27/4/1941)
Ο Nicolas Hammond, καθηγητής τού Πανεπιστημίου τού Καίμπρητζ, αξιωματικός Ειδικών Επιχειρήσεων Καΐρου στήν Ελλάδα κατά τήν Κατοχή, γράφει: «Τήν 27ην Απριλίου 1941, λίγο προτού χαράξει, όλα ήσαν κλειστά. Τότε έμαθα ότι οι Γερμανοί διέταξαν τόν φρουτό (σ.σ. τής σημαίας) τής Ακροπόλεως νά κατεβάση τό Ελληνικό σύμβολο (σ.σ. από τόν ιστό). Πράγματι, εκείνος τήν υπέστειλε. Τυλίχθηκε μέ αυτήν καί αυτοκτόνησε, πέφτοντας από τόν βράχο…»
Ο Hammond έφυγε γιά τήν Κρήτη από τούς τελευταίους, συγκλονιστικά τυγχάνουν τά στοιχεία από τήν ακόλουθη ιστορική έρευνα τού αντιστασιακού ερευνητή Κώστα Γ. Κωστοπούλου:
«Ο Ήρωας Στρατιώτης, χτυπώντας πάνω στά βράχια, στήν διαδρομή τής πτώσεώς του στόν γκρεμό από τόν βράχο τής Ακροπόλεως, όταν τελικά κατατρακυλώντας, έπεσε στήν οδό Θρασύλλου στήν Πλάκα, είχε πολτοποιηθή καί η στολή του ήταν καταξεσκισμένη. Όταν τόν περιμάζεψαν δύο-τρείς κάτοικοι τής Πλάκας, δέν βρήκαν τίποτε επάνω του εκτός από ένα τσαλακωμενο ταχυδρομικό δελτάριο στό οποίο έγραφε πολύ κακογραμμένα τό όνομα τού παραλήπτη: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΚΙΔΗΣ.
Αυτά τά στοιχεία είχαν καταθέσει δύο γέροντες (επιζώντες ακόμη) σχετικά μέ τό ανωτέρω περιστατικό».
Από τότε, εγώ καί οι φίλοι μου, περίεργοι καί αργόσχολοι συνταξιούχοι, αρχίσαμε νά ψάχνουμε στήν Πλάκα μέσα στά παραδοσιακά ταβερνάκια καί καφενεία, μήπως βρούμε κάποιο γεροντάκι πού νά μάς έλεγε κάτι τό σχετικό. Όλοι γνώριζαν τό περιστατικό, αλλά μάς έλεγαν, «άκουσα… μού είπαν…», δηλαδή αυτά πού γνωρίζαμε κι’ εμείς. Τελικά, ψάχνοντας καί κάνοντας μέ υπομονή τήν έρευνά μας, βρήκαμε μία γριούλα πού μάς είπε: «Πηγαίνετε κάτω στού Μακρυγιάννη (μάς είπε περίπου τήν διεύθυνσι), κι’ εκεί ζεί ένας πρώην τσαγκάρης. Αυτός είναι ο γυιός τού παγοπώλη ο οποίος μέ τό καροτσάκι του πήρε τόν νεκρό τόν στρατιώτη, καί τόν επήγε στό Α’ Νεκροταφείο καί τόν έθαψε.»
Τελικά, συναντήσαμε τόν γερο-τσαγκάρη. Δυσκολευθήκαμε όμως νά τού δώσουμε νά καταλάβη τό τί θέλαμε νά μάς πή, διότι ούτε άκουγε, κι’ ούτε έβλεπε καλά. Στό τέλος, συγκινημένος, μάς είπε: «Εκείνη τήν ημέρα είχαμε κλεισθή στά σπίτια μας, όπως κι’ όλη η Αθήνα. Εγώ τότε ήμουν 16 χρονών. Ακούσαμε στόν δρόμο μία γρηά πού στρίγκλιζε. Πεταχθήκαμε τότε στόν δρόμο δύο-τρείς, γιά νά δούμε τό τί συμβαίνει, καί τότε είδαμε τό τραγικό αυτό θέαμα: Ένα χιλιοστραπατσαρισμένο πτώμα ντυμένο στό χακί καί μία Σημαία γύρω του ματωμένη. Χαρτιά, πορτοφόλι κλπ. δέν βρέθηκαν επάνω του, εκτός από ένα δελτάριο πού έγραφε τό όνομά του. Τό δελτάριο τό κράτησε ένας φίλος τού πατέρα μου. Επειδή ο πατέρας μου κι εγώ μοιράζαμε κολώνες πάγου στά σπίτια, είχαμε ένα καρότσι. Τό έβαλαν τό παλληκάρι μέσα μαζί μέ τήν σημαία, τό σκέπασαν μέ μία κουβέρτα καί τό πήγαν μαζί μέ τόν φίλο του στό Α΄ Νεκροταφείου καί τό έθαψαν.
Εκεί βρήκαν έναν παπά καί τού είπαν τί είχε συμβή. Αυτός τούς πήγε σέ έναν ανοικτό τάφο, τύλιξαν τό παλληκάρι μέ ό,τι είχε μείνει από τήν σημαία, είπε καί δύο-τρία λόγια ο παπάς καί τό παράχωσαν. Εκείνο όμως πού πρέπει νά σάς τονίσω, αυτό τό τραγικό περιστατικό από στόμα σέ στόμα τό είχε μάθει όλη η Αθήνα. Ο πατέρας μου φοβήθηκε καί δέν μέ πήρε μαζί του. Εάν πήγαινα κι’ εγώ, τότε θά σάς υπέδειχνα πού ακριβώς είναι παραχωμένο τό παλληκάρι. Τόν πατέρα μου, τόν έχασα τόν Ιανουάριο τού 1942 στήν μεγάλη πείνα».
Όσην ώρα μάς έλεγε αυτά, τό γεροντάκι έτρεμε καί ήταν δακρυσμένο. Όταν ρωτήσαμε τό γεροντάκι (γυιό τού παγοπώλη) γιατί άφησε τόσα χρόνια γιά νά πή τίς μαρτυρίες του, μάς απάντησε: «Από 17 χρονών εντάχθηκα στόν Αντιστασιακόν Αγώνα, καί η Πατρίδα μέ αντάμειψε μέ τό νά περάσω όλη μου τήν ζωή μέσα σέ φυλακές καί εξορίες, από νησί σέ νησί. Τί νά έλεγα τότε; Ποιός θά μέ πίστευε; Τό μόνο πού θά έκανα, θά ήταν νά μού φόρτωναν στήν πλάτη ακόμη μία κατηγορία, κι’ άντε μετά νά βρής τήν άκρη. Από τό1974 όπου μπορούσα νά μιλήσω, δέν μέ πλησίαζε κανένας. Πού νά τά έλεγα; Στά τέσσερα ντουβάρια;
Τό όνομα τού καταθέτοντος, καθώς καί τού παπά, θά δημοσιευθή εν καιρώ. Απαίτησί του, σεβαστή. Όποια εκδοχή κι’ άν υιοθετηθή -υπαρκτού ιστορικού, ή φήμης, ή τοτέμ, περί τού Κ. Κουκίδη- εμείς θεωρούμε αυτόν ως πρωτοπόρο τού Αντιστασιακού Αγώνος.
Οποιοσδήποτε ιστορικός επιθυμεί νά αντικρούση τίς απόψεις μας, άς τό επιχειρήση, αλλά μέ ιστορικά ντοκουμέντα, μή αμφισβητήσιμα.
Εγώ προσωπικά, πιστεύω ότι ο Κώστας Κουκίδης υπήρξε’ ήταν ένα υπαρκτό ιστορικό πρόσωπο.
Χαράλαμπος Ρούπας
Αντιστασιακός
Εφημερίδα «Τό Βήμα τής Αιγιαλείας», 12.3.2006