Τό ΟΧΙ τό είπαμ’ όλοι, καί τό λέμε ακόμα
Μάς σταµάτησε έν' άλλο αυτοκίνητο µεταξύ Αµφιλοχίας καί Άρτας, γιά νά µάς ρωτήση εάν ήταν αλήθεια πώς πέθανε ο Μεταξάς. Είχαν ακούσει µία τέτοια διάδοσι. Τά χάσαµε. Τί; Πέθανε ο Μεταξάς; Ούτε κεραυνός, ούτε βόµβα µπρός στά πόδια µας, ούτε τίποτε άλλο παρόµοιο ξαφνικό καί τροµερό, δέν θά µάς έφερνε τόν κλονισµό πού µάς έφερε, δέν λέω η ειδησις, η ερώτησις απλώς, γιατί κι' αυτοί δέν ήσαν βέβαιοι, άν καί τ' άκουσαν από πολλούς. Μέ αγωνία τρέξαµε στήν Άρτα. Εκεί πιά βεβαιωθήκαµε πώς πράγµατι µάς ήλθε τό µεγάλο αυτό κακό. Λέω µεγάλο κακό, καί πιστεύω πώς είναι τέτοιο, γιατί, όσα καί νά µπορή κανείς νά πή εναντίον τού Μεταξά, πολλά καί σοβαρά, είχε δηµιουργηθή µιά κατάστασις, ένα σύνολον, τό οποίον οι Εθνικές περιπέτειες καί οι κίνδυνοι τής Πατρίδος εσφιχτόδεσαν περισσότερο, καί τού συνόλου αυτού ήταν ο Μεταξάς η βάσις καί τό κέντρον. Δέν υπάρχει γιά μένα καμμία αμφιβολία πώς ο Μεταξάς, αυτή τήν περίοδο τού πολέμου, αντιπροσώπευε όλο τόν Ελληνισμό. Τά λόγια του ήσαν η ηχώ τών σκέψεων όλων μας.
Η πρώτη μου σκέψις καί φροντίς ήταν νά δώ τό πνεύμα τού κόσμου’ τί αντίδρασι θά παρoυσίαζε τό γεγονός. Σπεύδω νά πώ ότι γρήγορα καθησύχασα. Στήν Άρτα καί στήν Φιλιππιάδα γύρισα τά καφενεία καί τά μαγέρικα, κάθησα στίς πλατείες, καί χώθηκα παντού όπου ήσαν στρατιώται συγκεντρωμένοι, ν' ακούσω τί έλεγαν. Τό ίδιο καί στά Γιάννενα, τό ίδιο καί πάρα έξω, καθώς καί στόν δρόμο, γιατί συχνά εύρισκα αφορμή νά σταματήσω όπου μπορούσα ν' ακούσω συζήτησι καί γνώμη λαϊκή. Παντού λοιπόν, παντού, όχι μόνο στίς ταβέρνες καί στά καφενεία, αλλά καί στά γραφεία, στήν γραμμή, στά Στρατηγεία, η ίδια γνώμη καί η ίδια απόφασις. «Θά συνεχίσουμε τό έργον πού άρχισ' εκείνος». «Τό ΟΧΙ δέν τό είπε ο Μεταξάς προσωπικώς, τό είπαμ' όλοι καί τό λέμε ακόμα». «Διπλή δουλειά τώρα, καί γιά τήν μνήμη του, καί γιά μάς». Τέτοιες φράσεις άκουγα παντού. Τό Πνεύμα τής Πολιτείας εξακολουθεί νά κυβερνά τίς σκέψεις μας. Νά τό θαυμαστό καί τό μεγαλειώδες τής ψυχικής επαφής στήν ολότητα. Συνεχίζομ' ένα έργο πού αποφασίσθηκε εθνικώς. Δέν πρόκειται νά παραλάβη μία πολιτική μερίς ένα εργον πού άρχισε άλλη μερίς- δέν είναι πολιτική κόμματος πού πρόκειται νά συνεχισθή από τό αντίθετο κόμμα, όπως συνέβη μέ τήν περιπέτεια τής Μικράς 'Ασίας. Τώρα καί οι ασπονδότεροι εχθροί τού Μεταξά θέλουν νά συνεχισθή μέ τό ίδιο σθένος τό έργον πού άρχισε μ’ αυτόν ως Κυβερνήτη.
Στά Γιάννενα, έμαθα ότι νέος Πρωθυπουργός ωρίσθη ο Κορυζής. Δέν μπορώ νά κρίνω εάν θά έχη τήν πυγμή καί τό κύρος τού Μεταξά, η καλή όμως θέλησις καί η έλλειψις κάθε συμφέροντος πολιτικού ή κομματικού είναι τά προσόντα του αναμφισβήτητα. Αρκούν όμως αυτά σέ τέτοιες μεγάλες στιγμές;
Ελευθέριος Ειμαρμένος
«Η ΕΛΛΑΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ»
(σελ. 160)
Η ιαχή τού θριάμβου
Οι φαντάροι, όταν ομάδες-ομάδες, έφθαναν στίς χτιστές πυραμίδες πού έδειχναν πώς από κεί καί πέρα ήταν η ουδέτερη ζώνη τών συνόρων μας, μέ συγκίνηση γύριζαν τό κεφάλι καί αποχαιρετούσαν τήν Ελλάδα. Άλλοι πάλι, μέ βουρκωμένα μάτια, έσκυβαν καί φιλούσαν τά βράχια της. Ήταν ανάμικτα τά συναισθήματά τους. Νοιώθανε χαρά γιά τήν νίκη, μά καί λύπη πού άφηναν τήν «μεγάλη αγαπημένη», μή γνωρίζοντας εάν θά τήν ξαναδούν. Κατηφόριζαν τό βουνό, ένοιωθαν όμως κάτι, σάν μαγνήτης νά τούς τραβάη πίσω. Πού καί πού, κοντοστέκοντο καί αγνάντευαν τήν κορυφογραμμή πού διαγράφετο στόν ορίζοντα καί πού ολοένα ξεμάκραινε. Καί η σκέψη τους πετούσε πίσω, μακρυά, στούς δικούς τους, στούς τόπους όπου γεννήθηκαν.
Μερικοί, μορφωμένοι, φαντάροι, σκορπισμένοι ανάμεσα στό τσούρμο πού άτακτα κατέβαινε τό βουνό, συνεπαρμένοι από τό μοναδικό θέαμα της φευγάλας τών Ιταλών, φώναζαν κάθε τόσο, όσο έπαιρνε δυνατά, βάζοντας τά χέρια γύρω στό στόμα τους. - Ουαί τοίς ηττημένοις, ουαί τοίς ηττημένοις, ουαί τοίς ηττημένοις - καί η ιαχή τού θριάμβου, σάν μακρυνός αντίλαλος, ξαναγύριζε από τά στόματα άλλων φαντάρων, όπως ακριβώς γίνεται μέ τούς πετεινούς τήν αυγή, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης σ' όσους ένοιωθαν τήν σημασία της.
Κόντευε πιά σούρουπο, καί στό 24 φυλάκιο, όπου εγκαταστάθηκε αμέσως ενδιάμεσος τηλεφωνικός σταθμός, οι τηλεφωνηταί άναψαν φωτιά. Οι φαντάροι από τόν κάμπο έβλεπαν στόν ξέμακρο ορίζοντα τόν καπνό πού ανέβαινε στόν ουρανό, καί νοσταλγικά θυμόντουσαν τήν Πατρίδα. Σέ λίγο όμως χάθηκε κι' αυτός, καί η Ελλάδα, σάν Ιδέα πιά, κλείσθηκε γιά πάντα στίς καρδιές τους.
Γιάννης Αλ. Γέροντας
(σελ 81)
Ωραίες ημέρες, «γκραντιόζικες» ημέρες
Ήταν ωραίες ημέρες, «γκραντιόζικες» ημέρες. Δέν θά ξεχάσω τό πώς ένοιωσα, ούτε μπορώ νά ξανανοιώσω έτσι, όταν περάσαμε τά σύνορα καί μπήκαμε στήν Αλβανία. Σπουδαίο πράγμα! Τήν χαρά πού νοιώθεις, τό νά μεγαλώνης τήν πατρίδα σου. Μεγάλο πράγμα! Δέν εκφράζεται. Καί όταν συμβαίνη τά καινούργια εδάφη νά είναι ελληνικά καί οι πληθυσμοί Έλληνες, τί άλλο θέλεις ...
Υπάρχει γιά τόν άνδρα μεγαλύτερη χαρά από τό νά μεγαλώνη τήν πατρίδα του;
Προφορική μαρτυρία Αλέκου Βερνίκου
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού)
(σελ 81)
Η μάχη τής Πίνδου
Ο Γράμμος καί ο Σμόλικας, πού τινάζουν τίς κορυφές τους στά σύγνεφα 2520 έως 2636 μέτρα ύψους - δυό βουνά, γεμάτα τεράστιες σπαθιές τιτάνων, γκρεμούς, αβύσσους, βαθύτατες, δασωμένες χαράδρες, αντάρες, καί όπου σκαρφαλώνουν, μέ στροφές ιλίγγου, φοβερές γιδόστρατες.
Εκεί πάνω, μεταξύ ουρανού καί γής, αντιπροσώπευσαν τόν αγώνα τής ανθρωπότητας γιά τήν λευτεριά καί όλες τίς ελπίδες της, οκτώ Ελληνικοί λόχοι, μέ κουρελιασμένες στολές, σκισμένες αρβύλες (βλέπε αναφορές τού Διοικητή αποσπάσματος Πίνδου), μ' ελάχιστα πυρομαχικά, μέ λίγη γαλέτα καί ψωμοτύρι στό σακκίδιο, αλλά γεμάτοι ψυχή. Οχτώ λόχοι, μέ τήν σκληρότατη εντολή νά επιτελέσουν άθλο απίθανο: Νά κάμουν απαραβίαστο ένα έδαφος 70 χιλιομέτρων μάκρους καί 10 έως 15 βάθους! ...
………………………………………………….
Όταν λέμε εποποιία τής Πίνδου, τίς πρώτες ημέρες, στίς πρώτες κρούσεις, εννοούμε Δαβάκη. Τ' όνομά του, η μορφή του, τά έξαλλα μάτια του, η θεία του τρέλλα, έρχονται αμέσως στόν νού μας. Η έδρα τού ξακουστού αποσπάσματός του, τό Επταχώρι, θά μείνει αθάνατο στήν Ελληνική, αλλά καί στήν παγκόσμιον ιστορία. Από τό ταπεινό σπιτάκι ενός μπακάλη τού χωριού αυτού, πού ήταν η κατοικία του, φτερούγισε πρός τόν απελπισμένο κόσμο η εκπληκτική νίκη τής Λευτεριάς, εναντίον τής βίας καί τής τυραννίας πού φοβέριζε τήν ανθρωπότητα.
Σπύρος Μελάς
«Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ 40»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού)
(σελ 81)
Μεθύσι πολέμου
Ο Σπύρος Μελάς (μέ τήν ιδιότυπη, αλλοπρόσαλλη ιδεολογικά, αλλά καί συναρπαστική, συχνά απρόσμενα τολμηρή, προσωπικότητά του) ήταν μία έκπληξη γιά μένα όταν απαντηθήκαμε στήν Πρεμετή.
- Ναί, Ορέ. .. , μού είπε. Αισθάνουμαι πολεμιστής αυτή τήν ώρα! Καί αισθάνουμαι παιδί. .. (είχε περάσει τά εξήντα). Καί μάχομαι μέ τό καλέμι μου καί μέ τόν θάνατο κάθε ώρα, κάθε στιγμή!
Υπερβολές τού, μακαρίτη πιά, μάστορα τής πέννας, αμφιλεγόμενου Νέστορα τής τότε Λογοτεχνίας μας; Όχι! Γιατί έτσι μαχόμαστε όλοι ... Γιατί χωρίς, εμείς οι δημοσιογράφοι, νά είμαστε στήν πρώτη γραμμή, χωρίς τήν
« ε τ ι κ έ τ τ α» τ ο ύ π α λ λ η κ α ρ ι ο ύ στά μέτωπά μας παίζαμε μέ τόν κίνδυνο αδιάκοπα. Βομβαρδισμοί, κίνδυνοι γιά αιχμαλωσία, κρύο ανελέητο, αρρώστιες, ήτανε μέσα στίς πιθανότητες τών επαγγελματικών «εξερευνήσεών» μας.
………………………………………………………………….
Ακόμα μία φορά ένοιωσα τό ανατριχιαστικό αυτό συναίσθημα, όταν μέ εντολή τοϋ Στρατηγείου έπρεπε νά φθάσω στό Αργυρόκαστρο γιά νά συναντηθώ εκεί, μέ τόν επίλαρχο Σταμάτη Μερκούρη, (τόν πατέρα τής Μελίνας), καί νά τού επιδώσω κάποιαν ενσφράγιστη διαταγή. Τό στρατιωτικό αυτοκίνητο περίμενε έξω από τό Στρατηγείο. Καί οδηγός του, ποιός; ο Άγγελος Λάμπρου, ο φίλος κινηματογραφιστής, παλιός πρωταθλητής τών 100 μέτρων, πού είχε φθάσει έως τούς Ολυμπιακούς αγώνες τού Λός Άντζελες ...
Ψύχραιμοι καί ... πράοι, ξεκινήσαμε. Η απόσταση δέν ήταν μικρή, καί φλυαρούσαμε ώσπου νά φθάσουμε στήν πόλη αυτή πού ήδη τήν είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός. Καί φθάσαμε ... Αλλά τό Αργυρόκαστρο ήταν ολότελα ερημωμένο.
Μία πόλη φάντασμα! Ψυχή στούς δρόμους καί πουθενά ο Μερκούρης μέ τό τμήμα του ...
Αργότερα, μάθαμε πώς μόλις είχε προωθηθεί πρός τά Αλβανικά Ενδότερα - αιτία οι αδιάκοποι βομβαρδισμοί πού αποδεκάτιζαν τό στρατηγικό αυτό σημείο.
Βγήκαμε σέ μία μικρή πλατεία, αμήχανοι, αναγκασμένοι νά γυρίσουμε πίσω, άπρακτοι. Κάναμε λίγα βήματα, σταθήκαμε μπροστά σέ μία υπόγεια ταβέρνα καί ονειρευθήκαμε τί ωραία θά ήταν εάν μπαίναμε νά πιούμε ένα «στηλωτικό» κρασί!
Τήν ώρα τής ευδαιμονικής αυτής σκέψης, ακούσαμε κάτι σάν κοιμισμένο «χρ ... χρ ... χρ ... », πάνω από τά κεφάλια μας. Τί νά ήταν αυτό; Ήταν η σειρήνα τού συναγερμού τής πόλης! Αναιμική, σχεδόν ασύλληπτη σέ αυτιά. Καί πρίν προλάβουμε νά υλοποιήσουμε τόν κίνδυνο, πίσω από τό βουναλάκι όπου είχαμε πρίν αντικρύσει ανύποπτοι, πρόβαλε σμήνος από ιταλικά αεροπλάνα πού αρχισε νά βομβαρδίζη αμείλικτα τήν έρημη πολιτεία.
Ο Λάμπρου μ' έσπρωξε στά σκαλιά τής υπόγειας ταβέρνας. Έπεσα μέ τά μούτρα πρός τά κάτω καί πίσω μου ρίχθηκε κι’ εκείνος, μέ τίς αρβύλες του νά εξέχουνε στό έδαφος! Ένα από τά βλήματα τόν κτύπησε στό πόδι καί τόν τραυμάτισε ελαφρά. Μείναμε εκεί όπου είμαστε ακίνητοι, έως τήν στιγμή όπου ένα άλλο «χρ ... χρ ... χρ ...», τό ίδιο αναιμικό όπως τό πρώτο, σήμανε τό τέλος τού συναγερμού. Βγήκαμε από τήν ταβέρνα μέ ένα είδος μεθυσιού αλλιώτικο από τό κανονικό! Τό τραύμα τού Λάμπρου ήταν επιπόλαιο, ευτυχώς ...
Όμως, εάν είμαστε λίγο μακρύτερα απ' τήν σωτήρια αλβανική ταβέρνα, τί θά είχε συμβεί;
Αυτά είναι τά «περασμένα, ξεχασμένα ... »
Αλέκος Λιδωρίκης
«ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΠΥΡΟΒΟΛΗΤΗ»
Εφ. Ελευθεροτυπία, 31.10.1979
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χ’’Πατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 134-135)
Τό θαύµα τής άνισης πάλης
23 Δεκεµβρίου
Καταλάβαμε τήν Χειμάρρα καί αιχμαλωτίσαμε ολόκληρο τάγμα.
…Κορυτσά … Αργυρόκαστρο ……Άγιοι Σαράντα ... Χειµάρρα … Όλα ελληνικά ονόματα, ονόματα πού συγκινούν βαθιά, γιατί συνδέονται από παλιά µέ τό Έθνος µας.
Η Αθήνα λένε πανηγυρίζει, χτυπούν οι καμπάνες, σημαίες βγαίνουν παντού, ο κόσμος χύθηκε στούς δρόμους, φιλιέται καί κλαίγει. Εµείς εδώ γιατί δέν τό νοιώθοµε έτσι; Γιατί δέν εξωτερικεύεται η κρυφή χαρά πού κλείνοµε µέσα µας; Η χαρά πού κάνει τήν καρδιά νά χτυπά πιό γρήγορα.
Πανηγύρι θά έπρεπε νά ήταν καί εδώ, µά είµαστε πολύ κοντά στόν τόπο όπου πολεµούν, οι καταστροφές από τίς εναέριες επιδρομές φαίνονται παντού. Είναι πρόσφατος ο άµεσος κίνδυνος πού περάσαµε καί µόνο συγκινηµένη χαρά γιά τό θαύµα πού έγινε, πληµµυρίζει τήν ψυχή µας. Τό θαύµα τού Δαυΐδ µέ τόν Γολιάθ, τής άνισης πάλης.
Τό θαύµα πού, εάν ακούσεις τούς φαντάρους καί τίς γυναικούλες όταν ανάβουν τό κεράκι τους στήν εκκλησία, τό εκανε η «Παναγία η Μεγαλόχαρη». Όσοι δέν µπορούν νά πιστέψουν στά θαύματα, λένε πώς τό έκανε η αθάνατη ελληνική ψυχή καί η αγάπη τής λευτεριάς.
Στίς νίκες δέν χτυπούν εδώ οι καµπάνες. Λές καί η Θεσσαλονίκη φοβάται νά ταράξει τήν φαινομενική της γαλήνη. Φοβάται, γιατί οι κρότοι πού τήν αναστατώνουν είναι οι άγριες στριγγλιές, σειρήνες, οι µπόµπες πού σκάζουν, τό αντιαεροπορικό πού βαρά καί ο βόµβος από τά αεροπλάνα τά εχθρικά καί τά δικά µας, πού συνοδεύουν όλους αυτούς τούς κρότους. Τά νοσοκοµεία είναι ξέχειλα από τραυµατίες, καί πένθος θανάτου έχει ήδη µπεί σέ πολλά σπίτια. Υπάρχει η χαρά στήν ψυχή µας, µά ο φόβος καί ο πόνος έχει ριζώσει καί αυτός. Έτσι κινούνται όλοι σιγαλά, σάν νά έπαιρναν µόνο ελαφριές ανάσες. Γι' αυτό δέν χτυπούν εδώ οι καµπάνες, δέν σηµαιοστολίζοµε, δέν πανηγυρίζει η πρωτεύουσα τής Μακεδονίας σάν τήν Αθήνα.
Παραµονή Χριστουγέννων.
Βυθίσαµε τρία µεταγωγικά τού εχθρού καί τό κατόρθωµα αυτό τό εκανε τό υποβρύχιο «Παπανικολής» µέ κυβερνήτη τόν Ιατρίδη.
Η δουλειά εξακολουθεί ίδια πάντα, σάν νά µήν υπήρχαν γιορτές χριστιανικές. Πήγα σέ διάφορα νοσοκοµεία γιά νά ευχηθώ τίς αδελφές, καί νά δώ τά παλικάρια, πού καθένα µέ κάποια νοσταλγία θά σκέπτεται τέτοια ώρα τό σπίτι του καί τούς δικούς του.
Τό τµήµα ψυχαγωγίας εργάζεται πιό εντατικά ακόµα, καί οργανώνει γιορτές καί µικροπαραστάσεις παντού.
Στόν Σιδηροδροµικό Σταθµό στόλισαν γιορτινά, µέ σηµαίες καί πρασινάδα, τήν καντίνα.
Σ' ένα τραπέζι, κάθονται τρείς άντρες σιωπηλά, λές καί δέν σχετίζονται µέ όσα γίνονται γύρω τους. Μέ τούς άλλους πού φορούν τό όµοιο χακί. Μοιάζουν τόσο απόµακροι, σάν νά περιµένουν κάτι πού δέν µπορεί νά έλθει. Τούς πλησιάζω:
- «Τί είναι, παιδιά;»
Σηκώνουν τό κεφάλι. Τυφλοί είναι καί οι τρείς. Ο ένας έχει επίδεσµο στά µάτια, οι άλλοι τίποτα.
- «Τόν συνοδό περιμένομε… Είπε έτσι, νά τόν περιμένομε, λέγει, θά έλθη νά μάς πάρη.»
Δέν παραπονιούνται, δέν ζητούν τίποτα. Καρτερικός ο τρόπος τους καί υποµονετική ηαναµονή τους. Εκείνος µέ τόν επίδεσµο είναι νά µπεί σέ νοσοκοµείο στήν Αθήνα, οι δύο άλλοι φεύγουν µέ άδεια γιά τά σπίτια τους στήν Πελοπόννησο. Τίς συµπάθειες καί τίς περιποιήσεις πού τούς κάνουν τά κορίτσια τής καντίνας, τίς δέχονται ήρεµα, σχεδόν αδιάφορα, ήδη µοιάζει νά τούς χωρίζει κόσµος ολόκληρος από τούς καλότυχους πού βλέπουν. Εάν περνώντας, τούς σκουντουφλήσει κανένας στρατιώτης, έτσι ακίνητοι όπως κάθονται, λένε µόνο: «Σιγά, συνάδελφε». Χωρίς άλλη διαμαρτυρία ή παράπονο. Λές καί τούς έχει πιά υποτάξει τό γραφτό τους.
Βιργινία Ζάννα
«ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΟΛΕΜΟΥ ’40-‘41»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 141-142)
Καί τού χρόνου µέ τήν νίκη
... Αλησµόνητη θά µας µείνη σ' όλη ίσως τήν ζωή, η ψυχική µας ανάταση κατά τά Χριστούγεννα. Καθισµένοι σκυφτοί µέσα σ' έναν αχυρώνα σκοτεινό, ενώ έξω τό σκοτάδι µέ τήν χιονοθύελλα αγριεύουν περισσότερο τήν νύχτα - µία σκέψη κυριαρχεί στίς χριστουγεννιάτικες αναµνήσεις µας. «Άχ! νάχαµε ένα Ευαγγέλιο, µία Συνέκδηµο σήµερα». Ξάφνου ένας συνάδελφος µπαίνει µέ µία «Νεολαία» στά χέρια, πού στό εξώφυλλό της έχει τήν εικόνα τής Θεοµήτορος. Γιά πότε δηµιουργήθηκε τό εικόνισµα τού αχυρώνα µας σέ µία γωνιά του! Μπροστά στήν εικόνα, ένα καντήλι - από άδειο κουτί κονσέρβας, µέ λίγο λάδι καί µέ φιτίλι από βαµβάκι ατοµικού επιδέσµου - σκορπά τό απλό φώς του στόν σκοτεινό αχυρώνα µας καί ηµερεύει τό περιβάλλον του. Γαλήνεψε καί η ψυχή µας καί µία βαθειά ικανοποίησις ζωγραφίσθηκε στό πρόσωπό µας πού είναι πάντα στραµµένο πρός τό εικόνισµα γιά τήν επιτυχία µας – η ψυχή βρήκε στήν κατάλληλη στιγµή εκείνα πού ποθούσε - τήν θρησκευτική ανάταση - από τό σύµβολο.
Μέ µιάς, άρχισαν τά χείλη µας νά ψάλλουν τούς γνωστούς µας θρησκευτικούς ύµνους γύρω στήν Γέννηση τού Σωτήρος καί µείναµε σύµφωνοι όλοι νά σηκωθούµε νά τούς ξαναψάλλουµε κατά τάς 3 µετά τά µεσάνυχτα.
«Αί! παιδιά, ώρα είναι!», ακούσθηκε µέσα στόν ύπνο µας µία φωνή, πού µάς έκανε νά πεταχθούµε αµέσως επάνω. Ρίχνοµε στήν πλάτη τήν χλαίνη καί αµέσως µπροστά στό εικόνισµα - τό ωραιότερο τού κόσµου - κάτω από τό φώς τού καντηλιού αφήνοµε τίς ψυχές µας νά ψάλλουν τήν Γέννηση τού Χριστού.
Ουδέποτε στήν ζωή µας νοιώσαµε τέτοια θρησκευτική κατάνυξι, όση 'κείνη τήν βραδυά µέσα στόν αχυρώνα, τέτοια ψυχική αγαλλίασι - Τό «Δόξα εν υψίστοις ... », τό «επεσκέψατο ηµάς ... », έβγαιναν από ψυχές, πού διψούσαν από τέτοιες στιγµές ιερές.
Μέ µία χειραψία καί µέ µία ευχή στά χείλη «καί τού χρόνου µέ τήν νίκη, παιδιά, στά σπίτια µας», τελειώσαµε τήν προσευχή µας.
Βωβοί µέσα στήν κουβέρτα ενώ κυλούσε από τά µάτια ένα δάκρυ αναµνήσεων, ορκιζόµαστε ακόµη µία φορά νά θυσιασθούµε γιά τήν πίστι τού Χριστού καί γιά τήν τιµή τής Πατρίδος µας.
«Τί ωραία πού ήταν η χθεσινή βραδυά. Αξέχαστη θά µάς µείνη», ήταν τά πρωινά λόγια, πού ανταλλάξαµε. Αλήθεια, αξέχαστα θά µείνουν τά Χριστούγεννα τού 1940.
Υπ/κός Τσέλεκας Κων/τίνος Τ.Τ. 724
Εφ. Εκκλησία, αρ. 3,1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 147)
Σάς υποσχόµεθα τήν τελικήν νίκην
Μέτωπον Δεκέµβριος. Τό παχύ χιονάτο στρώµα, από δέκα µέρες τώρα, διαρκώς σκεπάζει τά άγρια βουνά τής Αρβανιτιάς. Τά λευκά πέταλά του διαρκώς σάν ροδόσταµο ραίνουν τίς νίκες µας. Έστω καί υπό τοιαύτας συνθήκας ετοιµάζεται ο λόχος µας νά εορτάση εδώ στό µέτωπο τήν µεγάλη χριστιανική Γιορτή. Μόνο η ανάµνησι τού σπιτιού καί τής οικογενείας δηµιουργεί καύσι στό παγωµένο µας κορµί, πού εχει διαρκώς τό βλέµµα τής ψυχής του προσηλωµένο, αφ' ενός στήν Νίκη καί στό µεγαλείο τής Ελλάδος µας καί αφ' ετέρου στούς αγαπηµένους µας πού εφέτος θά γιορτάσουν Χριστούγεννα πολεµικά. Όσο γιά µάς εδώ επάνω, νά µή µάς συλλογιέσθε γιατί η µεγάλη Μάννα µας εφρόντισε γιά όλα.
Αρχίζουµε µέ τά κάλαντα, στήν αρχή στήν σκηνή τού λοχαγού µας καί µέ τήν σειρά σ' όλους τούς αξιωµατικούς τού τάγµατος. Κονιάκ, τσιγάρα παντού άφθονα. Συσσίτιο πού φανερώνει όλη τήν φροντίδα τού Εθνικού Κυβερνήτη καί τό ενδιαφέρον του, ο στρατός νά µή στερηθή τίποτε. Ό,τι µάς συγκινεί εξαιρετικά είναι η στιγµή όπου θά µάς µοιράσουν τά δώρα πού µάς στέλνει η Εθνική οργάνωσις τών µετόπισθεν.
Όλοι οι φαντάροι από ένα δέµα. Τί χαρά, τί υπερηφάνεια νά νοιώθουµε ότι όλο τό Έθνος, ολόκληρη η Ελλάς σέ µάς έχει στρέψει τόν νούν καί τά βλέµµατα.
Τώρα ο ταχυδρόµος, χιονισµένος σάν τόν Άη Βασίλη πού µικρά παιδιά βλέπαµε στίς φωτογραφίες, µάς µοιράζει τό ταχυδροµείο. Χαρές, συγκινήσεις, δάκρυα. Γράµµατα, γλυκίσµατα, χαρτοφάκελα, ξερά φρούτα, καί τί δέν θέλετε, όλα µάς εκδηλώνουν τήν αγάπη, τήν λατρεία καί τόν θαυµασµό τών µετόπισθεν. Εδώ επάνω δέν υπάρχουν διακρίσεις. Όλοι, µεγάλοι καί µικροί αξιωµατικοί καί οπλίται, αποτελούµεν µίαν οικογένεια, τ' αδέλφια µιάς Μάννας πού κινούνται γιά τήν αυτή προσπάθεια, γιά τήν Νίκη. Όλα είναι κοινά δώρα τής κοινής µητέρας µας, πού µάς θερµαίνει µέ τό καλοριφέρ τού Πατριωτισµού.
Άς χιονίζει, άς παγώνουν τά µέλη, η ψυχή θερµαίνεται µέ τήν αγάπη της. Αγάπη, καί µόνον αγάπη, φυτρώνει εδώ στίς ψυχές όλων µας, καί µ' αυτήν σάς υποσχόµεθα τήν τελικήν Νίκην.
Λοχίας Ζ. Ζ εκ Β. Βροντάδου
Εφ. Η Πρόοδος, Χίου 25.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 147)
Νεκροταφείο µουλαριών, αυτοκινήτων, κάρων
... Μέ τά χιόνια, µέ τούς πάγους, είχε φάει πολύν κόσµον αυτός ο καταραµένος δρόµος. Όσους συνάντησα καί µετά, στό Μέτωπο, πού ‘χαν περάσει από δώ, όλοι τους τόν θυµούντο µέ φρίκη, κι’ όλοι τους συµφωνούσαν πώς δέν είχαν ξαναδεί χειρότερο. Οι χαράδρες του ήταν σωστό νεκροταφείο µουλαριών, αυτοκινήτων, κάρων. Όταν ήταν παγωµένος, έβλεπες ολόκληρες σειρές φορτωµένων µουλαριών νά γλιστρούν πάνω στά πέταλά τους σάν σέ πατίνια, µ' ανοιγµένα τά µπρός καί τά πίσω πόδια τους, σέ µία ύστατη προσπάθεια ισορροπίας, καί µέσ’ στό ιλιγγιώδες γλίστρημα καί στήν κατρακύλα τους, νά παρασέρνουν στόν γκρεµνό, καί τούς µεταγωγικούς πού προσπαθούσαν νά τά συγκρατήσουν. Τά πέταλα κ' οι αρβύλες, πάνω σέ µία κάθετη επιφάνεια από γυαλί.
Γιάννης Μπεράτης
«ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΠΟΤΑΜΙ»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 170)
Γράμμα στό άλογό μου
Τό νά γράψει κανείς σ' έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στούς πολλούς. Τό νά γράψει σ' ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Γιά τούτο φοβάµαι. Δέ θά τά καταφέρω.
Τά χέρια µου έχουνε σκληρύνει από τά λουριά σου κ' ή ψυχή µου από άλλη αιτία. Όµως πρέπει. Αισθάνοµαι τήν ανάγκη. Γι' αυτό θά σού γράψω.
Στήν αρχή δέν µέ ήθελες. Καταλάβαινες σέ µένα τόν άπραγο µέ τό αδύνατο χέρι. Είχες δίκηο. Ίσως γιά πρώτη φορά, έβλεπα άλογο από τόσο κοντά. Τάλογα πού είχα δεί στήν ζωή µου, ήτανε στά τσίρκα πού τά δουλεύανε κοζάκοι, καί στίς κούρσες πού τά παίζαν οι άνθρωποι. Αυτό µέ είχε πειράξει. Δέν είσθε προορισµένα γιά τόσο χαµηλές πράξεις. Άς είναι ... Αυτό είναι µία άλλη ιστορία, καθώς λέει ο Κήπλιγκ, αυτός πού τόσο σάς είχε αγαπήσει καί ιστορήσει.
Τό ξέρω πόσο σέ κούρασα. Στραβά φορτωµένο, ακολούθησες υποταχτικά στίς πορείες τής νύχτας. Γρήγορα γίναµε φίλοι. Μέ συνήθισες. Έπαψα πιά νά σέ χάνω µέσα στ’ άλλα τά ζώα τής Μονάδας µας.
Έπαψα νά µή σέ γνωρίζω .
Άν αρχίσω τά «θυµάσαι», δέν θά τελειώσω ποτέ.
Λατρεύω τήν συντοµία. Θά σού θυµίσω µονάχα τρείς νύχτες µας. (Απορώ µέ τόν εαυτό µου απόψε. Τόσο στοργικά δέν µίλησα ποτέ, σέ κανένα).
Θυµάσαι τήν νύχτα µέ τήν βροχή; Ανελέητα κ' οι δυό µουσκεµένοι, προχωρούσαµε µέσα στήν νύχτα.
Μόνοι. Σέ οδηγούσα ή µέ οδηγούσες; Κάρφωνα νυσταγµένα µου µάτια στό νυχτερινό παραπέτασµα, όπως δέν τά κάρφωσα τότε όπου αναζητούσα φανάρια στήν Βόρειο Θάλασσα. Η όσφρησή σου µάς έσωσε. Ένας σταύλος μάς έγινε άσυλο. Παραµερίσαµε τόν σανό κι’ ανάψαμε φωτιά. Λέω, ανάψαµε. Εσύ µούδινες θάρρος. Ξαπλωµένος, σάκουα νά µασάς. Κατόπι σού µίλησα. Ποτέ δέν συµφώνησα µέ τούς ανθρώπους, όπως τότε µέ σένα. Κοιµηθήκαµε συζητώντας. Εγώ, ξαπλωµένος στό χόρτο. Εσύ όρθιο. Πόσοι άνθρωποι δέν κοιμούνται όρθιοι, περπατώντας, δίχως νάχουν τήν δική σου νόηση; Άς είναι ...
Η δεύτερη νύχτα: Τότε πού μπήκαμε μάλλους, πολλούς, µέσ’ στήν µάχη. Μπορούσε κοντά από κεί νά κουβαλήσουμε τραυματίες. Ακούσαμε μαζί τόν θόρυβο τού πολέμου καί τόν συνηθίσαµε. Πήραμε τό παλληκάρι µέ τό πληγωµένο πόδι καί φύγαμε. Ποτέ μου δέν σέ είδα πιό προσεχτικό καί τόσα αλαφροπάτητο. Είχες ξεχάσει κείνο τό νευρικό σου συνήθειο, νά πηδάς σηκώνοντας τό σαμάρι. Τάχες όλα νοιώσει, ίσως πρίν από µένα.
Καί τώρα, η νύχτα στό βουνό µέ τήν λάσπη:
Βαρυφορτωµένοι, κατάκοποι, προχωρούσαµε. Είν’ αφάνταστη η λύπη κ' η κακομοιριά πού δοκιμάζεις σάν αισθάνεσαι νάσαι καί νά βλέπης ανθρώπους καί ζώα καί τά πάντα µέσ’ στήν λάσπη.
Άλογα καί µουλάρια πεσµένα, µάς κόψανε τόν δρόµο. Εµείς προχωρούσαµε. Άξαφνα έπεσες. Πέσαµε θέλω νά πώ. Μέ τά δυό σου πόδια σπασµένα, µέ τό κεφάλι χωµένο στίς λάσπες. Θυµάσαι πόσα προσπάθησα. Δέν τό κατόρθωσα. Πρέπει νά νοιώσεις καλά, πώς δέν φταίω. Ποτέ δέν προσπάθησα τόσα. Έµεινα δίπλα σου ολόκληρη νύχτα. Πιό πέρα από µάς, ένας Ιταλός σκοτωµένος. Πάνω µας η Μεγάλη Άρκτος, τό Βόρειο Στέµµα, ο Αστερισµός τού Ωρίωνα ψιχάλιζαν φώς.
Δέν είδα ποτέ πώς πεθαίνουν οι άνθρωποι. Γύρισα πάντα τά µάτια µου από τόν θάνατο. Μά φαντάζοµαι ...
Παύω. Φοβάµαι µήπως πώ λόγια µεγάλα. Φυλάω ακόµα τό ξυστρί καί τήν βούρτσα σου. Όταν κάποτε κι’ αυτά θά τά παραδώσω, θά σέ φυλάξω στήν µνήµη µου.
Οι κάλοι τών χεριών µου από τά λουριά σου μού είναι τόσο αγαπητοί, όσο εκείνοι πού κάποτε απόχτησα στίς θαλασσινές µου πορείες. Θά ξαναγράψω ...
Κούδεσι, Μάρτης 1941
Νίκος Καββαδίας
(Ξένος Ξενίτας «ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΒΑΝΙΑΣ ΑΠ’ ΤΗΝ ΣΚΟΠΙΑ Της ΙΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ)
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 170)
Ουδέν κακόν αµιγές καλού
Αλβανία 1940-1941.
Είχαµε νά πλυθούµε σχεδόν έξ (6) µήνες.
Χιλιάδες ψείρες (οι όποιες µέ τίς διασταυρώσεις ελληνικές, ιταλικές, αλβανικές - είχαν διάφορα χρώµατα καί µορφή.) Είχαν γεµίσει τό σώµα µας, από κεφαλής µέχρις ονύχων. Ήταν µία κατάστασις καί επικίνδυνος καί ενοχλητική καί αειδής.
Εν τούτοις ήτο καί ωφέλιµος, γιατί πάνω στό χιόνι, όλη τήν νύχτα, σάν πλαγιάζαµε νά λαγοκοιµηθούµε, ξυνόµαστε, ξυνόµαστε σ' όλο τό σώµα, ώστε νά µή παγώνουµε, αλλά από τό ξύσιµο άναβε όλο τό κορµί µας.
Τάσος Παρπαίρης
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 180)
Τό ... Ταµείον
Κυριακή, 5 Ιανουαρίου 1941
Αυτή τήν στιγµή, γίνεται τό καθηµερινό ψείρισµα, τό ταµείον δηλαδή λεγόµενον. Συµµετέχουν, ο επίλεκτος δεκανεύς, Λεβέντης, Μαραγκάκης, Καταπότης, Αντών. Μαµαλάκης, καί εγώ. Από σήµερον καί στό εξής, θά σηµειώνεται τό καθηµερινόν ταµείον.
Χατζησπύρου ...20 -
Λεβέντης ... 3 - (έν ζεύγος καί µία)
Μαραγκάκης … 4 -
Μαµαλάκης … 2+3 = 5
Καταπότης … .
ΚΙ’ ΕΓΩ ... 2 - µά µεγάλες.
Αυτό γίνεται κάτω από τό φώς κλεµµένου πάντοτε σπαρµατσέτου, άλλοι εφαρµόζουν διαφορετική τακτική. Βγάζουν τά εσώρουχά τους καί τά εκθέτουν στό τροµερό κρύο. Αλλά δυστυχώς, αυτή η τακτική δέν είναι καθόλου αποτελεσµατική.
Αργά πιά, θά ήτο 23 η ωρα, πέσαµε γιά ύπνο ...
Από τό Ηµερολόγιο Πολέµου τού Αγγέλου Σαράντου
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 180)
Νά σού υπογράψω ένα γραµµάτιο.
Είµεθα στήν Λέσνιτσα µέ τό Υγειονοµικό, όλον τόν χειµώνα. Ήµουνα τραυµατιοφορεύς καί κουρέας τής Διοικήσεως τού τάγµατος. Μού λέει µία µέρα ο Διοικητής τού Υγειονοµικού Κέντρου: «Πρέπει νά κουρέψουµε τούς στρατιώτες». Μάζεψα ξύλα καί έκανα µία φρίντζα σάν µαγαζάκι. Στήν φρίντζα µέσα αυτή, µαζέψαµε παλιόξυλα καί κάναµε µία καρέκλα, καί εκεί έβαζα τούς φαντάρους. Είχα τά κουρευτικά εργαλεία όλα µαζί µου, καί τούς κούρευα. Η ψείρα ήταν µέ τό τσουβάλι.
Αµέτρητες ψείρες. Από κάτω από τό πέτο τού γιακά, ήθελε νά κάνουµε ένα σωρουδάκι καί τίς σκοτώναµε µέ µιά πέτρα. Ήλθε µία φορά ένας στρατιώτης, οΓιώργης, καί µού λέει: «Θέλω νά µού κάνεις περµανάντ». Τόν κούρεψα καί µού λέει: «Φέρε νά σού υπογράψω ένα γραµµάτιο γιά τήν πληρωµή».
Προφορική µαρτυρία Γιάννη Υψηλάντη
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 181)
Απαγορεύονται τά σούπα, µούπες ...
4 Μαρτίου 1941
Σήµερα απεφάσισα νά βάλω µπουγάδα.
Από τ' άγρια ξηµερώµατα, βασανίζοµαι νά σαπουνίσω τ' άπλυτα. Τό σαπούνι δέν πιάνει, τό νερό είναι απελπιστικά παγωµένο.
Αντεκατεστάθη τό 27ον Σύνταγµα από τό 53ον. Τό απόγευµα, προσκλητήριο. Μάς επιθεωρεί ο νέος Συνταγµατάρχης κ. Πρίντζος.
Απαγορεύονται, µάς λέει, τά σούπα, μούπες, µέ τούς Αλβανούς, ν' ανάβετε, όσο µπορείτε, µικρές φωτιές, νά µή βγάζετε τ' άρβυλα τήν νύχτα, νά προσέχετε σάν τά µάτια σας τά όπλα σας, νά µήν εµφανίζεσθε σ' ακάλυπτα µέρη.
- Σύµφωνοι;
- Μάλιστα, Κύριε Διοικητά!
Καί τό βράδυ, ανάβουµε τήν φωτιά µας, βγάζουµε τίς αρβύλες καί ξαπλώνουµε στόν σάκκο τού ύπνου.
Από τό Ηµερολόγιο Πολέµου τού Βάσου Τσιµπιδάρου
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 181)
Ο θρίαµβος τού Ευζώνου
Εφυλλοµετρούσα τελευταίως µίαν συλλογήν σχεδιασµάτων, «καρτούνς» όπως τά λέγουν οί Άγγλοι, πού εδηµοσιεύθησαν εις αγγλικά φύλλα από τήν αρχήν τής Ιταλικής επιθέσεως κατά τής Ελλάδος, µέχρι τών τελευταίων ζοφερών ηµερών δουλείας καί δεινοπαθηµάτων τού Ελληνικού Λαού, υπό τόν ζυγόν τριών απηνών τυράννων. Εις τά σχεδιάσµατα αυτά, τά όποία προκαλούν τήν συγκίνησιν, τόν θαυµασµόν καί τόν οίκτον, ένας είναι ο ήρως καί ο θριαµβευτής: Είναι ο Εύζωνας. Αυτός µέ τό ευπετές τσαρούχι του καί µέ τήν αιχµήν τής λόγχης του, συµβολίζει τήν δόξαν καί τάς νίκας τού Ελληνικού στρατού, πού κατεδίωξε τάς λεγεώνας τού Μουσσολίνι ...
…………………………………………………..
Καί µετά τάς Θερµοπύλας η «Αποθέωσις τού Ευζώνου». Ήρωες χλαµυδοφόροι καί κρανοφόροι, υψώνουν ένα Εύζωνον εις ροδοβαφή σύννεφα δόξης, καί ο σχεδιαστής χαράσσει από κάτω από τήν εικόνα: «Μεταξύ τών Αθανάτων».
Σχεδιάσµατα εµπνευσµένα, σχεδιάσµατα καλλιτεχνικά, σχεδιάσµατα πού διερµηνεύουν όλην τήν αγάπην καί όλην τήν φιλίαν τού Αγγλικού λαού πρός τόν Ελληνικόν.
Δηµήτριος Κακλαµάνος
«ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 184)
Ήταν οι Έλληνες πού σκαρφάλωναν ...
Μέ κόπο φθάσαµε στήν στροφή τού γιδόστρατου. Τότε, σάν χτύπηµα πούρχεται απότοµα στό κεφάλι, ο εφιάλτης σκέπασε µονοµιάς τ' αυτιά µας, χώθηκε στήν ρίζα τής κάθε τρίχας µας, τό δέρµα σάν νάχε δεχθεί σ' όλη του τήν επιφάνεια, ηλεκτρική εκκένωση, αναταράχθηκε. Η γλώσσα µαζεύθηκε κόµπος πίσω στήν ρίζα της, έκλεισε τήν ανάσα.
Ήταν οι Έλληνες πού σκαρφάλωναν τήν πλαγιά, σ' ένα µισόκυκλο π' αγκάλιαζε τό ύψωµα. Πηδούσαν γρήγορα από πέτρα σέ πέτρα. Πότε φαίνονταν, πότε χάνονταν, ανάλογα µέ τίς εκρήξεις τών όλµων πού σέ πυκνό µπαράζ προσπαθούσαν νά τούς κρατήσουν. Όπου έπεφτε τό µάτι, έβλεπες στρατιώτες νά σκαρφαλώνουν.
Από κάθε στόµα έβγαινε η ίδια κραυγή. Οι λαιµοί τους είχαν κλείσει κ’ η φωνή κατάληξε σέ ούρλιασµα, τέτοιο πού ποτέ δέν τόχε ακούσει µέχρι τότε τ' αυτί µας, ούτε η θύµηση µπορούσε νά τό συγκρίνει µ' άλλο κανένα.
Στό φώς πού κατέβαινε θαµπό απ' τά γκρίζα σύγνεφα, διακρίνονταν µακριά, εδώ κι’ εκεί, πέρα καί µπρός καί πίσω, οι λόγχες στίς άκρες τών τουφεκιών.
Κραυγές πού χτυπούσαν στούς βράχους, κατρακυλούσαν σ' αντίλαλο στίς χαράδρες, υψώνονταν ολόϊδιες, µονότονες, µονοκόµµατες, στόν σκοτεινό, στόν κρυµµένο µέ πυκνά σύννεφα θόλο τ' ουρανού.
Ήταν µία φωνή από χιλιάδες στόματα, πού ‘βγαινε σέ τρία φωνήεντα. Κοβόταν κι’ έσβηνε, καί προτού σβήσει εντελώς, ξανάρχιζε µέ τήν συχνότητα τής αναπνοής, µέ τό πείσµα οργισµένου θεριού π' αρνιέται νά πεθάνει. Κι’ ολοένα, από κάθε σηµείο, έσκαζε αυτή η κραυγή έκρηξη, µέ τό άλφα σ' ένταση καί διάρκεια. Κοβόταν στήν µέση από ‘να ρέκασµα πού έδινε στίς φωνές µίαν αµείλικτη, µίαν αδυσώπητη αγριάδα. Κ’ ύστερα, έστελνε όλη τήν ένταση ξανά στό άλφα. Καί τότες, τό ‘νοιωθες πού ‘µπαινε ζωντανό µέσα στόν ήχο, γινόταν παλµός, λαχάνιασµα, αόρατου γίγαντα πού ‘λυνε τό δέρµα, κι’ έφθανε στήν καρδιά, χέρι φριχτό π' ανοιγόκλεινε, τής έπνιγε τά σπαρταρίσµατα.
Γιώργος Καράγιωργας
«ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΔΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 184-185)
Η ιστορία µιάς µάχης,
Μέ τούς τσολιάδες εις τήν πρώτην γραµµήν.
Τό σάλπισµα εφόδου.
.. .Εδώ αρχίζουµε. Ξάφνου, µία σάλπιγγα ακούγεται από πέρα, κι' άλλες ακόµη από πιό µακρυά. Καί ταυτοχρόνως, µία απέραντη ιαχή πού συµπληρώνει τούς κρότους των οβίδων:
- Φούσκωσ’ τον!
Καί σάν θηρία, τά παλληκάρια µας ορµούν µέ τά τουφέκια στά χέρια, ορµώ κι' εγώ µαζί τους έξω από τά χαρακώµατα καί τρέχουµε όλοι µαζί. Άλλοί, οι προνοητικώτεροι, σκυφτοί, κι' άλλοι σάν νά χορεύουν Καλαµατιανό. Κραυγάζουν: «Φούσκωσ’ τον»! Είναι η νέα ιαχή των τσολιάδων τής Λαµίας, πού πήρε τήν θέσι τού «αέρα». Τρέχουµε ακόµα, σκυφτοί, δέκα, είκοσι, τριάντα µέτρα, πενήντα, ίσως κι' εκατό, καί πέφτουµε πρηνείς.
Τού πολεµικού απεσταλµένου τού «Τύπου» κ. Σ. Ματαντού
Εφ. Ο Τύπος, 9.12.1940
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 185)
Δέν κλαίω τόν πεσόντα υιόν µου ...
«Τόν µοναδικόν µου διά τάς δυσµάς τής ζωής µου γηροτρόφον προσέφερα εις τήν αγαπηµένην µας πατρίδα ως ελαχίστην συµβολήν τής οικογενείας µου εις τόν ιερόν αγώνα. Δέν κλαίω τόν ηρωικώς µέ τόν σταυρόν εις τάς χείρας εις τά Ηπειρωτικά Βουνά πεσόντα υιόν µου αρχιµανδρίτην διδάσκαλον Ιερόθεον, διότι όχι εις εµέ αλλ' εις τά τάγµατα τής πίστεως ανήκε ... ».
Βασ. Μπαζιώτης
Εφ. Ο Τύπος, 20.1.1941
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 193)
Έτσι αντιµετωπίζουν τόν θάνατο οι Έλληνες τού Σαράντα
«Σκύβαμε στήν εφημερίδα»
Ξαναβρήκε η πόλη τόν χαµένο παλµό της, κι' όλοι τώρα δόθηκαν στήν µεγάλη υπόθεση τού πολέµου, πού είχε κι' όλας αρχίσει νά στέλνει τά πρώτα µηνύµατα τής νίκης καί φυσικά, τούς πρώτους τραυµατίες τού µετώπου. Καί µαζί, τήν αγωνία στίς ψυχές τών γονιών καί τών αδελφών, πού ‘χαν τά παιδιά τους καί τ' αδέλφια τους εκεί ψηλά, στά χιονισµένα βουνά τής Αλβανίας. Κι' από στιγµή σέ στιγµή, µέ τήν ψυχή στό στόµα, περίµεναν κάποιο µήνυµά τους, ένα γράµµα, κ' έσκυβαν κάθε πρωί πάνω στήν εφημερίδα, νά διαβάσουν πρώτα τά ονόµατα τών τραυµατιών κ' έπειτα, τίς ειδήσεις τού πολέµου.
Γύριζα τό µεσηµέρι στό σπίτι κι' άνοιγα µέ σφιγµένη καρδιά τήν θύρα, καί προχωρούσα µέσα, καί µ' αγωνία ερευνούσα τά µάτια τών δικών µου. Κι' εκείνα τροµαγµένα, ζητούσαν νά µάθουν από τά δικά µου τά µάτια, κάποιο νέο από τά τρία µας αδέλφια. Καί κάποτε ήλθε τό πρώτο γράµµα από τόν έναν, αλλά ή αγωνία δέν µπορούσε νά σωπάσει, γιατί δέν είχαμε γράµµα από τούς άλλους δύο, κι' αυτό τό σύντοµο πού ‘χαµε πάρει από τόν έναν αδελφό, ήταν γραμμένο πρίν από δέκα καί τόσες µέρες, καί στό µεταξύ τούτο, είχαν γίνει φονικές µάχες, είχαν σκοτωθεί πολλά αδέλφια, είχαν γεµίσει τά νοσοκοµεία µέ τραυµατίες.
Καί πάλι σήµερα τό πρωί, σκύβαµε στήν εφηµερίδα, πάνω από τά ονόµατα τών τραυµατιών καί κλείναµε τά µάτια από τόν τρόµο ενός κακού ενδεχοµένου κι' αφουγκραζόµασταν τό κουδούνι τής πόρτας, µήπως κ' ερχόταν κανένα άλλο γράµµα, µήπως, Θεέ µου, ο φάκελλος είχε καµµιάν επίσηµη σφραγίδα καί τό χαρτί µέσα, καµµιάν υπογραφή τού Μεράρχου, µέ λόγια «πλήρη εθνικής εξάρσεως», γιά τόν θάνατο ενός «ήρωος, πεσόντος εις τό πεδίον τής τιµής, υπέρ πίστεως καί πατρίδος ... »
Γ. Θ. Βαφόπουλος
«ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 192)
Έλα νά µάς δής εδώ µέσα ...
Σκυθρωπός, µέ υγρό πάντα τό βλέµµα, έµεινα καί πονούσα. Νοσταλγούσα καί υπέφερα. Η «επιστροφή»! Μία λέξη τραγική γιά τίς σφιγµένες καρδιές µας. Η επιστροφή στήν αγάπη, στό σπίτι, στό φώς, στήν στοργή κι' άλλο τίποτε. Καµµία άλλη συγκίνηση δέν τάραζε τήν τραγική αδιαφορία µας. Γιά µάς, η επιστροφή µόνον υπήρχε. Ονειρευόµουν έναν ολόκληρο κόσµο νά επιστρέφη, νά ονειροπολή προχωρώντας καί νά βιάζεται. Όλη η ανθρωπότης είχε καί κάτι χαµένο ... καί µέ σπουδή τό ζητούσε. Όλοι επιστρέφανε, µία πελώρια φάλαγγα από νοσταλγούσες καρδιές πού επιστρέφανε ...
Έλα νά μάς δής εδώ µέσα, όλους τούς ήρωές σας, µέ τά κεφάλια τά πεσµένα στό στέρνο µας καί τά εγκαταλειµµένα χέρια. Χαµένους κι' άβουλους, νά σέρνοµε απανωτά τά βήµατά µας στά ίδια πάντα αχνάρια µέ τά µάτια βαρυεστηµένα καί θολά πού παρακολουθούν µηχανικά τήν ράχη κάποιου πού βρίσκεται µπροστά µας καί τραβούν όλο ίσια ή καί στρίβουνε επειδή έτυχε νά στρίψη καί η µπροστινή µας ράχη καί περνούν έτσι τά λεπτά, οι ώρες, οι µέρες, ωσότου κάποτε τό µυαλό νά πεταχτή από τόν λήθαργό του γιά νά γεµίση από πικρή απορία: Γιατί; Ναί, ... γιατί έτσι είµαστε όλοι οι ήρωές σας πού θά ορθώνουν από καµάρι τό χαριτωµένο κεφαλάκι σας, όταν µεθαύριο θά τριγυρνάη τήν επιπολαιότητά του µέσα στήν ανθρωπότητα, πλάϊ σ' αυτούς τούς κακοµοίρηδες πού αλλοίµονο, τά ξεχνάνε κι' αυτοί εύκολα όλα, καί ξαναρίχνονται στόν ενθουσιασµό τών µεγαλεπήβολων θουρίων.
Από τό Ηµερολόγιο Αιχµαλωσίας τού Κώστα Αργύρη
(«Μαρτυρίες ’40-’41» τών Κ. Χατζηπατέρα & Μ. Φαφαλιού, σελ. 199)